φυσιθεσίτης

φυσιθεσίτης
ὁ, Μ
εκκλ. αυτός που ασπάζεται το σχετικό με τη φύση τού Ιησού Χριστού δόγμα τής αίρεσης τού Νεστοριανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσις + θέσις + κατάλ. -ίτης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”